περιφρονώ — περιφρονώ, περιφρόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιφρονώ — έω, ΝΜΑ 1. καταφρονώ, θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο προσοχής ή ευτελούς αξίας 2. παραμελώ, αγνοώ («περιφρόνησα τον κίνδυνο») αρχ. εξετάζω, υπολογίζω με προσοχή … Dictionary of Greek
περιφρονῶ — περιφρονέω compass in thought pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρονέω compass in thought pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιφρονέω compass in thought pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρονέω compass in thought pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοπεριφρονούμαι — ( έομαι) και περιφρονιέμαι περιφρονούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + περιφρονώ ( ούμαι και ιέμαι)] … Dictionary of Greek
κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
παρεξουθενώ — έω, Α θεωρώ κάτι μηδαμινό και ασήμαντο, περιφρονώ σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουθενῶ «περιφρονώ, εκμηδενίζω»] … Dictionary of Greek
αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… … Dictionary of Greek
αδοξώ — ἀδοξῶ ( έω) (Α) 1. έχω κακή φήμη, δεν μέ εκτιμούν 2. περιφρονώ, καταφρονώ, δεν εκτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄδοξος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδόξημα] … Dictionary of Greek
αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… … Dictionary of Greek
αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… … Dictionary of Greek